Θα ήταν τουλάχιστον απροσμέτρητη μεγαλαυχία να θελήσει κανείς να κλείσει μέσα σε λίγες σελίδες το πρωτεϊκό φαινόμενο της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας που ακούει στο όνομα Αραγκόν. Ο ίδιος άλλωστε, από την πρώτη σχεδόν εμφάνισή του στο στερέωμα του υπερρεαλισμού (1924), δηλώνει στην Ελευθεροφροσύνη (Le Libertinage, σελ. 22): `Κάθε διάβημα του πνεύματός μου ας είναι ένα βήμα, όχι κάποιο αχνάρι`. Κι αυτή θα αποτελέσει μια από τις κυρίες συνιστώσες του έργου του. Ο ίδιος βηματισμός θα ηχεί σε όποιον δεν ξεγελιέται από τις παραλλαγές και τις τρίλιες, βαθιά μέσα από κάθε γραπτό του. Σημασία δεν έχουν τα χνάρια της προσωπικής του ζωής μέσα στο έργο, ούτε το παντοδύναμο, κυριαρχικό πρώτο πρόσωπο, ούτε καν η Έλσα Τριολέ, που αποκρυσταλλώνει, κατά τη στανταλική έννοια του όρου, τη μορφή του έρωτα. Αυτό που θα μείνει από τον Αραγκόν δεν είναι τόσο ούτε η διαδρομή του στις εκάστοτε δολιχοδρομίες της ρεάλ-πολιτίκ. Όμοιος σ` αυτό με τον Σταντάλ (το 1954 γράφει το Φως του Σταντάλ): η ευτυχία της γραφής είναι ένα είδος παράνομων συναντήσεων με το παρελθόν. Κρυμμένα μικροπεριστατικά, άσχετα με την κλασική αυτοβιογραφία, ξεπετιούνται από κάθε γραμμή, μια μνήμη που τη χαϊδεύεις και σου ξεγλιστρά και γυρνά, επίμονη σαν το ίδιο το βράδυ της ανθρώπινης μοίρας.
Όπως και για τα «Απομνημονεύματα του Αντρέ Μαλρώ», μερικοί θέλησαν να δουν στο «Μπλανς ή η λησμονιά» ένα αντιμυθιστόρημα. Όμως ο ίδιος ο Αραγκόν θεωρούσε το βιβλίο αυτό, και σωστά, ως μια μετατροπή και μια απολογία του μυθιστορήματος. Χρησιμοποιεί λίγο-πολύ την τεχνική του κολάζ: ένα είδιος καλειδοσκοπίου, όπου οι εικόνες αλλάζουν ατελείωτα. Σημαδεύει, διαφορετικά βέβαια, αλλά όπως και ο Προυστ, τη φυγή των ετών και την αναζήτησή τους. Το έργο μπορεί να αποπνέει την έννοια του «αντιμυθιστορήματος» μέχρις ενός σημείου. Ο ποιητής έγραψε το 1956 το «Ημιτελές μυθιστόρημα», που είναι ένα ποίημα. Η «Μπλανς» είναι ένα μυθιστόρημα «κατεστραμμένο», ένας σωρός από θραύσματα ποιητικών κατόπτρων.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]