Πριν καιρό, πόσο ακριβώς δεν έχει σημασία, εγώ γέρος άνθρωπος, μετοίκησα από την ύπαιθρο στην πόλη, έχοντας γίνει ο αναπάντεχος κληρονόμος ενός παμπάλαιου αρχοντικού σε κάποιο στενορύμι μιας από τις κάτω γειτονιές, εκεί όπου άλλοτε ήταν το στέκι της κομψότητας και της μόδας, γεμάτο εύθυμα κέντρα και νυφιάτικες παστάδες· μα τώρα τα πιο πολλά τους μεταμορφωμένα σε λογιστήρια και αποθήκες. Δέματα και κιβώτια σφετερίζονται τη θέση των καναπέδων· κατάστιχα και λογιστικά βιβλία απλώνονται εκεί όπου άλλοτε τα πρωινά βουτύρωναν λαχταριστές φρυγανιές. Σε τούτα τα παλιά λημέρια οι άλλοτε ένδοξες λουκούλιες μέρες έχουν χαθεί.