Με το `Μπάμπι Μπαρ` ο Υβ Ραβέ προτείνει ένα γκρίζο ή και μαύρο παραμύθι, εσωστρεφές, απλό, έως και στοιχειώδες. Χωρίς νεράιδες, ωστόσο, κανένα θαύμα - η μαγεία νεκρή. Τη θέση όλων αυτών την έχει πάρει η πιο ισοπεδωτική καθημερινότητα, σαν αποδεικτική διάσταση του τραγικού. Το Μπάμπι Μπαρ είναι ένα κακόφημο κλαμπ και πηπ-σόου, ένα πορνείο όπου εξαργυρώνονται τα κάλλη των πολύ νεαρών κοριτσιών του. Ανάμεσά τους η Κάντι, και μαζί η μητέρα της Μόνικα, στο ρόλο της πρόθυμης όσο και ιδιοτελούς συνοδού. Ο Μωρίς, ο προαγωγός, εκμεταλλεύεται τη Μόνικα, ενώ ο Βαλέριο, το αφεντικό του Μπάμπι Μπαρ, προτιμά να διασκεδάζει τα κορίτσια. Όλα είναι σε τάξη, την πλέον ρυπαρή που μπορεί να υπάρξει. Ο Υβ Ραβέ εννοεί να περιγράψει το πείσμα και τη χωρίς βία αποφασιστικότητα του αφηγητή, ο οποίος έχει αναθέσει στον εαυτό του μια αποστολή: να βγάλει την Κάντι από αυτή την εξευτελιστική κατάσταση και να την πάει πίσω στο Οπλότνιτζ, το χωριό απ` το οποίο κατάγονται (. . .). Στο μυθιστόρημα του Υβ Ραβέ τα επεισόδια διαδέχονται το ένα το άλλο με ιδιαίτερη αυστηρότητα και οικονομία των μέσων: πρόσωπα, καταστάσεις, τόποι και αντικείμενα εμφανίζονται αδρά περιγραμμένα, χωρίς όμως να ισοπεδώνονται ή να καταντούν καρικατούρες. Δανείζοντας τη φωνή του στον αφηγητή, ο συγγραφέας περνάει στο πίσω πλάνο, σχεδόν εξαφανίζεται. Δεν ερμηνεύει τίποτα, δεν καταγγέλλει, τουλάχιστον όχι ανοιχτά, μονάχα αφηγείται. Αυτή η οπισθοχώρηση του συγγραφέα (. . .) προικίζει την αφήγηση με τόση δύναμη που την απαλλάσσει απ’ την ανάγκη να αποδείξει οτιδήποτε. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]