Ένα συχνό φαινόμενο στη Θεσσαλονίκη είναι αρκετοί φωτογράφοι και ζωγράφοι να απεικονίζουν ή να φωτογραφίζουν μόνο πετροντούβαρα. Υπάρχει μια επιμονή αποφυγής των ζωντανών ανθρώπων και επικέντρωση στα μνημεία, στα σπίτια, στα τείχη, στους έρημους διαδρόμους, θαρρείς και πρόκειται για μια έρημη πόλη. Ο Αλέξανδρος Αβραμίδης αποφεύγει αυτή την προτίμηση συστηματικά σ` αυτές τις φωτογραφίες του, στις οποίες ο άνθρωπος, η ζωντανή παρουσία είναι κυρίαρχη αλλά και σε δυναμική, οργανική συνομιλία με τα κτίσματα, σύγχρονα, παγιότερα, ή αρχαία. Η όντως ζωή, η καθημερινότητα, στα μαγαζιά, στις ταβέρνες, στα λεωφορεία, στην παραλία, στις συνοικίες, στα σινεμά, στις πλατείες, καταγράφονται σε μια στιγμή με διακριτικά ποιητική διάθεση και με βαθύτερο, δευτερογενές νόημα: η μοναξιά, τα γηρατειά, ο έρωτας, το φιλί, η παρέα, η εργασία, ο περίπατος, το παιχνίδι, το γλέντι, η απόγνωση, η εγκατάλειψη, αλλά και η παρηγοριά αναδύονται σε συνδυασμό με τον περίγυρο, τον οποίο δεν υπερ-αισθητικοποιεί, αλλά και χωρίς, ωστόσο, να μην υπαινίσσεται και την ομορφιά του. Ωστόσο δεν φθάνει σε μια δοξαστική, ματαιόδοξη υποστασιοποίηση ή συνδυαστική, τοπικιστική αυταρέσκεια, αλλά πασκίζει να διακρίνει το ουσιώδες, το βαθύτερο, τον κραδασμό της ζωής, σε μια καθημερινή, ιστορική στιγμή, κάτω και πίσω από τα επιφαινόμενα. Δεν φωτογραφίζει εικόνες, αλλά νοήματα. Οι διαθέσεις του βλέμματος ποικίλουν, όπως και οι τόνοι και οι γωνίες όρασης: το δραματικό και το παιγνιώδες, ο λυρισμός και η δραματικότητα, η απόσταση και η μετοχή, εναλλάσσονται συναξάροντας θραύσματα που συνθέτουν ένα αποσπασματικό όλον, με την έννοια της βαθύτερης ενότητας του ύφους. Μοντέρνα αντίληψη και ξεχωριστή κι αυτό δίνει στο καλειδοσκόπιό του ιδιαίτερη αξία και γοητεία.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]