`Χαίρεσαι που χωριζόμαστε πάλι, Εστέλα; Για μένα ο χωρισμός είναι επώδυνο πράγμα. Για μένα η ανάμνηση του τελευταίου μας χωρισμού ήταν πάντα πένθιμη και οδυνηρή`. ` Όμως μου είχες πει`, απάντησε η Εστέλα πολύ σοβαρά, ``ο Θεός να σ` ευλογήσει, ο θεός να σε συγχωρήσει!` Κι αφού μπόρεσες να μου το πεις τότε, δε θα διστάσεις να μου το ξαναπείς τώρα, τώρα που η δυστυχία υπήρξε ισχυρότερη από κάθε άλλη διδασκαλία και μ` έκανε να καταλάβω τι ήταν η καρδιά σου. Βασανίστηκα και υπέφερα, όμως -ελπίζω- ότι έγινα καλύτερος άνθρωπος. Δείξε την ίδια κατανόηση και καλοσύνη απέναντί μου όπως παλιά και πες μου πως είμαστε φίλοι`. `Είμαστε φίλοι`, της είπα, σηκώθηκα κι έσκυψα από πάνω της καθώς σηκωνόταν από τον πάγκο. `Και θα συνεχίσουμε να είμαστε φίλοι από μακριά`, είπε η Εστέλα. Πήρα το χέρι της στο δικό μου κι απομακρυνθήκαμε από τα ερείπια. Κι όπως την πρώτη φορά που είχα φύγει από το σιδεράδικο πριν από πολλά χρόνια η πρωινή ομίχλη είχε διαλυθεί μπροστά στα μάτια μου, έτσι διαλυόταν τώρα και η βραδινή ομίχλη και σ` όλη την πλατιά έκταση, γεμάτη ήσυχο φως, που μου αποκαλυπτόταν, δεν έβλεπα τον ίσκιο ενός νέου χωρισμού από την Εστέλα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]