Ο Γρηγόριος μιλά στον αυτοκράτορα για την κλίση του στο μοναχισμό και πώς ανδρώθηκε σιγά σιγά μέσα του και τώρα δεν τον αφήνει ούτε μέρα ούτε νύχτα ήσυχο. Το σώμα του κοιμάται και η καρδιά του αγρυπνεί. Έχει πάψει να νιώθει κύριος του εαυτού του. Ένας ιστός που ξεκινά από τον ουρανό κινά την ψυχή του, και δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία: Ο Χριστός ενεργεί πάνω του με αυτόν τον αφόρητο τρόπο. `Ζω δε ουκ έτι εγώ, ζη δε εν εμοί ο Χριστός`, επαναλαβαίνει με πολλή σεμνότητα τα λόγια του απόστολου Παύλου.
Ιερός φόβος κυριεύει τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο, όσο τον ακούει. Δεν πιστεύει ούτε στα μάτια του ούτε στ` αυτιά του. Μπροστά του δεν έχει απλά ένα ώριμο νέο που ξέρει τι θέλει. Που ανακάλυψε την κλίση του. Αλλά έναν κλητό του Θεού. Για τούτο και δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να του αλλάξει τη γνώμη. Θα ήταν σαν να τον διεκδικεί από το Θεό, που τον προορίζει για τα δικά του σχέδια. Φιλόθρησκος και φιλομόναχος καθώς είναι και ο ίδιος, ποτέ δε θα έπεφτε σε τέτοιο κρίμα. Του δίνει με χαρά την ευχή του σαν να είναι πραγματικό παιδί του, όπως θα έκανε και ο πατέρας του Γρηγόριου, αν ζούσε, ο αγαπημένος του συγκλητικός Κωνσταντίνος.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]