`Παλιά, όταν περνούσε το τρένο, χαιρετούσα. Τώρα όχι. Το `κοψα. Μου λείπει ο ενθουσιασμός και μου περισσεύει η θλίψη` παραδέχεται η δεκαεξάχρονη Νεφέλη. Και πηγαινοέρχεται `σαν υβρίδιο προγραμματισμένο` σχολείο - σπίτι - φροντιστήριο γυρεύοντας να αυτοπροσδιοριστεί. Ζωή σαν σκόρπια κομμάτια παζλ ή σαν σημειώσεις σε σκόρπιες σελίδες: φιλία, προδοσία, έρωτας, υποκρισία, βία. Τι κι αν είναι άνοιξη;
Όλα γύρω και μέσα της καταρρέουν· κι αυτή η ανάγκη της να οραματιστεί κάτι καλύτερο πρέπει να μείνει ζωντανή, παρόλο που `έτσι ξαφνικά σαν να συνειδητοποιώ ότι η λέξη `μέλλον` δεν ξέρω ακριβώς τι σημαίνει για μένα`. Αλλά, που να πάρει, όσο κι αν ο κόσμος είναι σκατά, η ζωή είναι όμορφη. Δεν μπορεί, κάτι πρέπει να υπάρχει που να μπορεί να εμπνεύσει... για ν` αντέξεις και να ελπίζεις, για να φτιάξεις το δικό σου παραμύθι και να πιστέψεις σ` αυτό... για να ταξιδέψεις σαν σύννεφο... για να ονειρευτείς και να έχεις το δικαίωμα σε μια ζωή καταδικιά σου `με αξιοπρέπεια και λίγη ομορφιά`. Αν η νεαρή Νεφέλη ήταν συγγραφέας, το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να το είχε γράψει εκείνη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]