Φόβος, αγωνία και ανασφάλεια ήταν τα συναισθήματα της δωδεκάχρονης Ειρήνης καθώς ταξίδευε με το πλοίο για ένα μακρινό νησί του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Πήγαινε, με τους γονείς και τον αδερφό της, να ζήσει εκεί για ένα χρόνο, λόγω της δουλειάς του πατέρα της. Πως θα ήταν αυτός ο άγνωστος τόπος; Θα έκανε φίλους, θα συνήθιζε στο διαφορετικό τρόπο ζωής, θα της άρεσε το καινούριο σχολείο; Ήταν τα ερωτήματα που τη βασάνιζαν. Σε λίγο καιρό όμως συνειδητοποίησε πως όλα ήταν όμορφα σ` εκείνο το νησί. Οι συμμαθητές, οι φίλες, οι ντόπιοι, η φύση, η θάλασσα, τα έθιμα, όλα της άρεσαν της Ειρήνης. Και πιο πολύ απ` όλα της άρεσε ο Γιώργης, ο συμμαθητής της με τα μελένια μάτια που έκανε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Όσο περνούσε ο καιρός, η Ειρήνη δεν ήθελε να φύγει πια από το νησί, που το είχε τόσο αγαπήσει. Και δεν έφυγε γιατί ένα τεράστιο κύμα αναποδογύρισε τη ζωή της ξαφνικά και τη βύθισε στον πόνο. Μα η Ειρήνη, σαν το καράβι που ξεπερνά τις φουρτούνες, συνέχισε να ταξιδεύει στη χαρά της ζωής, στην επιτυχία, στην αγάπη. Γιατί ήταν ένα καράβι «με άγκυρα την καρδιά».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]