Όταν ο Ουίλιαμ άνοιξε τα μάτια του, η ανάλαφρη ατμόσφαιρα και μια διάχυτη αίσθηση ξενοιασιάς γύρω του του θύμισαν ότι ήταν Σάββατο πρωί. Από κάτω ανέβαινε η μυρωδιά του τηγανητού μπέικον ενώ έξω, στον κήπο, ο Λόντεν, το μικρό Σπάνιελ, άρχισε να γαβγίζει. Ο Ουίλιαμ κουνήθηκε κι άπλωσε το χέρι να πιάσει το ρολόι του. Η ώρα ήταν οχτώ. Μιας και δεν είχε κανένα πιεστικό λόγο για να σηκωθεί, έμεινε για λίγο ακόμα στο κρεβάτι του και βάλθηκε να σκέφτεται τη μέρα που τον περίμενε. ήταν Απρίλιος και η λιακάδα σχημάτιζε ένα φωτεινό ρόμβο στο χαλί του. Έξω από το παράθυρό του μερικά σύννεφα ταξίδευαν αργά στο διάφανο, καταγάλανο ουρανό. Ήταν μία από κείνες τις μέρες που πρέπει να τις περνάς έξω· μία από κείνες τις μέρες που ο πατέρας του θα συγκέντρωνε την οικογένεια με μια χαρούμενη κραυγή κι ένα αυθόρμητο σχέδιο, θα τους έβαζε όλους στο αυτοκίνητο και θα τους πήγαινε στην ακρογιαλιά ή στους ρεικότοπους για πεζοπορία.
[...] (απόσπασμα από το βιβλίο)