Η Περιβαλλοντική Αρχαιολογία αποτελεί σχετικά νέο κλάδο που έχει ως αντικείμενό του την ανασύσταση των παλαιοπεριβαλλόντων στα οποία έζησε και έδρασε ο άνθρωπος. Πεδίο έρευνας είναι το οικοσύστημα και γενικότερα ο χώρος όπου βιοτικοί και αβιοτικοί παράγοντες βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Σκοπός των παλαιοπεριβαλλοντικών μελετών είναι η κατάδειξη αφ’ ενός του βαθμού επιρροής του περιβάλλοντος στον άνθρωπο και στην εξέλιξή του ως έμβιου όντος, αφ’ ετέρου των επεμβάσεων του ανθρώπινου είδους, ως φορέα πολιτισμού, στο φυσικό του περίγυρο, διαχρονικά. Ο Περιβαλλοντικός Αρχαιολόγος, συντονιστής μιας επίπονης διεπιστημονικής έρευνας, θέτει ερωτήματα σε επιστήμονες, εκπροσώπους κλάδων, όπως η Γεωλογία, η Ανθρωπολογία, η Βοτανολογία, η Ζωολογία, η Οικολογία κ.ά., με στόχο τη χρήση των πληροφοριών-πορισμάτων των προαναφερθεισών επιστημών υπό την αρχαιολογική οπτική γωνία. Όπως γίνεται αντιληπτό, η διεπιστημονική συνεργασία απαιτεί έναν κώδικα επικοινωνίας, την ύπαρξη δηλαδή και χρήση μιας ορολογίας κοινώς αποδεκτής, διεπιστημονικά κατανοητής και συγκεκριμένης ώστε να διευκολύνονται οι σχετικές μελέτες. Ο αριθμός των αρχαιολογικών-περιβαλλοντικών όρων είναι πολύ μεγάλος. Το παρόν λεξικό περιλαμβάνει περίπου 1.100 αγγλικούς όρους, χρήσιμους για τα πρώτα στάδια επαφής των ενδιαφερομένων με το αντικείμενο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]