Η μοναστική κοινότητα του όρους Λάτρους, στη δυτική Μικρά Ασία, κοντά στη Μίλητο, δημιουργήθηκε τον 7ο αι. και γνώρισε την πρώτη μεγάλη ακμή τον 10ο αι., εποχή που έζησε ο γνωστότερος εκπρόσωπός της, ο όσιος Παύλος ο νέος. Ανάμεσα στις βαθιές χαράδρες και τις αιχμηρές κορυφές της περιοχής που οι ίδιοι οι Βυζαντινοί ονόμαζαν Φιλέρημο, αλλά και στις όχθες της γραφικής λίμνης Bafa, συνωθούνταν ως τον 13ο αι. πάνω από δέκα μονές. Τα μοναστικά ιδρύματα και το μοναστικό κέντρο στο σύνολό του, η ιστορία του, η εξέλιξη και οι θεσμοί του, παραμένουν ως επί το πλείστον άγνωστα ακόμα και στους ειδικούς της Βυζαντινής Ιστορίας, επειδή το Λάτρος δεν αποτέλεσε μέχρι τώρα αντικείμενο ευρείας έρευνας, κενό που επιδιώκει να καλύψει η παρούσα μελέτη. Ο αναγνώστης θα βρει ενδιαφέρουσα την ίδρυση και την ιστορική πορεία του μοναχισμού στο Λάτρος, ιδιαίτερα στη συμπλοκή του μύθου με την πραγματικότητα, τη συγχώνευση διαφορετικών παραδόσεων και την προσαρμογή τους στα βυζαντινά δεδομένα. Κατά την τοπική μοναστική παράδοση στο Λάτρος μεταλαμπαδεύτηκε ο μοναχισμός των Αγίων Τόπων, του Σινά και της Παλαιστίνης. Κύριος εκπρόσωπός της ήταν η μονή Κελλιβάρων, η αρχαιότερη που ιδρύθηκε στο Λάτρος, και αυτή που κατεξοχήν συνδέθηκε με το Σινά ενώ η μονή του Στύλου, που ιδρύθηκε από τον όσιο Παύλο το νέο τον 10ο αι., χωρίς να αποποιηθεί την εγχώρια παράδοση, ανέπτυξε ιδιαίτερους δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη και το πατριαρχείο. Τους σημαντικούς σταθμούς στην εξέλιξη των θεσμών του μοναστικού κέντρου διαφωτίζει το διασωθέν αρχείο της μονής Θεοτόκου του Στύλου, που αποτελεί σημαντική πηγή για τη δυτική Μικρά Ασία και προσφέρει πληροφορίες γενικότερου ενδιαφέροντος για τους μελετητές της Βυζαντινής Ιστορίας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]