Στην τρέχουσα ή στην όποια άλλη ομιλία, η μεταφορά είναι τετριμμένο σχήμα. Στην πιο κοινή συνεννόηση, χωρίς μάλιστα να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή, ακούμε να αποκαλούν έναν άνθρωπο «φίδι», «αλεπού», ή «λαπά», να φοβούνται μήπως ο ουρανός αρχίσει να ρίχνει «καρεκλοπόδαρα» ή μήπως συμβεί κανένα «μποτιλιάρισμα» στους δρόμους, να μιλούν για κάποια γυναίκα που έβαλε τα δύο πόδια του άντρα της «σ` ένα παπούτσι», να απειλούν ότι θα «κόψουν το βήχα» ή ότι θα «αστράψουν» έναν «φούσκο» στο πρόσωπο κάποιου ενοχλητικού. Τι το παράταιρο; Ακροατής ή ομιλητής ο καθένας μας, τέρπεται να λέει ή να αφουγκράζεται τα οικεία νοήματα.
Καθώς η μύτη γίνεται απροειδοποίητα «προβοσκίδα», η γυναικάρα «φρεγάδα», το παιδάκι «σπόρος», το τεράστιο χέρι «κουπί», ο αφιλότιμος «γάιδαρος», και ο ξύπνιος «αετονύχης», οι ξεσκολισμένοι του καθημερινού λέγε-λέγε νιώθουν κυριολεκτικά σπίτι τους, χωρίς να ξαφνιάζονται από το γεγονός ότι, ανταλλάσσοντας νοήματα στο πόδι, περνούν από μπροστά τους -και μέσα από το στόμα τους- στρατός ολόκληρος από αλλόκοτα πράγματα: φίδια, αλεπούδες, ελέφαντες, κουπιά, παπούτσια, ντουλάπες, γαϊδούρια.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]