. . . Καθένας αναγνωρίζει αυτό που μπορεί και θέλει στην Πόλη, την Ιστανμπούλ, την Κωνσταντινούπολη. Είτε είσαι κατακτητής, Φατίχ, είτε είσαι λεπτομέρεια βυζαντινή, είτε περιπατητής, προσκυνητής των λόφων που στοίχειωσαν από κάθε είδους νοσταλγία. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να αφεθώ στους επικίνδυνης γοητείας ανέμους της ως απροσδιόριστος αισθηματικά κι όσο γίνεται ψύχραιμος στις αποικίες των θρύλων της. Μ’ ένα τέτοιο αίσθημα ανθολόγησα κείμενα γραμμένα για την Πόλη με εμβόλιμες φωτογραφίες του Ara Guler, ο οποίος αποτύπωσε δραματικά την παλαιότητά της, αυτή που χάνεται πιο γρήγορα απ’ ό,τι εκείνος υπολόγιζε. Η Κωνσταντινούπολη όμως, ακόμα κι έτσι, στο μεταίχμιο μιας πονηρής ευρωπαϊκής μετάλλαξης, υπερασπίζεται τη δικαιοσύνη της πολύχρωμης φήμης της ως πολιτείας πολύπλοκων γεωγραφικών στιγμάτων. Δυτικότροπη κι ανατολική τη θέλησαν οι χρόνοι της ανήσυχης ιστορίας της, αναφορά της ματαιοδοξίας των πιο ισχυρών ηγεμόνων, αυτοκρατορική αλλά και μητρική για όσους κατέθεσαν τη συντριβή τους στους δρόμους και στις όχθες των νερών της. Η αποσπασματική παρουσίαση των κειμένων που μιλούν για την Πόλη πιστεύω ότι δείχνει τις αφορμές που την ανέδειξαν αινιγματικά ερωτική ή κι απωθητική για εκείνους που δεν άντεξαν να εμβαθύνουν στους γρίφους της. Αλλά έστω και μ’ αυτό τον τρόπο η Πόλη τους έμεινε εμμονή, αφού τους φανέρωσε μια αισθητική αδυναμία να κατανοήσουν την ένοχη αγιοσύνη της. Την αθεράπευτη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]