Το ζήτημα, κατά πόσον η τράπεζα μπορεί να αρνηθεί την καταβολή του ποσού εγγυητικής επιστολής "σε πρώτη ζήτηση" σε περίπτωση που το σχετικό αίτημα του λήπτη έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, παραμένει εριζόμενο στη νομολογία και αποτελεί συχνά παράγοντα ανασφάλειας στις συναλλαγές. Ταυτόχρονα όμως δεν αμφισβητείται ότι η εξασφαλιστική αξία των εγγυητικών επιστολών αυτού του είδους έγκειται ακριβώς στην αποσύνδεση της υποχρέωσης της τράπεζας από τη βασική σχέση μεταξύ των μερών με τον αποκλεισμό των σχετικών ενστάσεων. Το ακανθώδες στην πράξη ζήτημα συνδέεται και με περαιτέρω ερωτήματα: Υπάρχουν ειδικότερες προϋποθέσεις ή περιορισμοί του δικαιώματος επίκλησης της κατάχρησης δικαιώματος; Μπορεί ο πρωτοφειλέτης - ως θιγόμενος σε τελική ανάλυση - να παρεμποδίσει με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων την πληρωμή; Ποια είναι τα πρόσφορα για το σκοπό αυτό ασφαλιστικά μέτρα;
Απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα σε διάλογο με τη νομολογία και την επιστήμη επιχειρεί η μελέτη του Ν. Ελευθεριάδη, της οποίας το περιεχόμενο διαιρείται σε τέσσερα κύρια μέρη. Στο πρώτο από αυτά ο συγγραφέας ερευνά την οικονομική σημασία της σύμβασης και επιχειρεί να φωτίσει την τυπική για τη σύμβαση τραπεζικής εγγυητικής επιστολής κατάσταση συμφερόντων, ιδίως τη θέση της τράπεζας στο μέσο της σύγκρουσης συμφερόντων δανειστή και πρωτοφειλέτη.
Αντικείμενο του δεύτερου μέρους της μονογραφίας είναι η νομική φύση της τραπεζικής εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση, με έμφαση στη διερεύνηση των σχέσεων των μερών σε περίπτωση μεσολάβησης δεύτερης τράπεζας.
Στο τρίτο μέρος προσδιορίζονται οι κατ` αρχήν επιτρεπτές ενστάσεις της τράπεζας και ακολούθως επιχειρείται η δογματική θεμελίωση της ένστασης καταχρηστικής κατάπτωσης.
Τέλος το τέταρτο μέρος, που είναι και το κέντρο βάρους της μελέτης, έχει ως αντικείμενο τη δυνατότητα παρεμπόδισης της πληρωμής της επιστολής με ασφαλιστικά μέτρα.