Στο λιτό κελί ενός μοναστηριού της Κωνσταντινούπολης συναντάμε μία μοναχή που περνά ατέλειωτες ώρες γράφοντας. Γεμίζει αμέτρητες μεμβράνες με κείμενα. Δεν αντιγράφει κάποιο αρχαίο έργο, δεν αναπαράγει κάποια πατερική ομιλία· οι μεμβράνες είναι γεμάτες στίχους, που πλημμυρίζουν από θεία έμπνευση και άφατο ποιητικό κάλος. Είναι οι στίχοι που θα ψάλλουν γενεές γενεών αργότερα μέσα στις εκκλησίες για να τιμήσουν σπουδαίες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Το χέρι της μοναχής εκείνης κόσμησε την εκκλησιαστική ποίηση με αριστουργήματα τέχνης, που έγιναν αντικείμενα όχι μόνο θαυμασμού αλλά και ιδιαίτερης μελέτης. Και εκείνη η μοναχή-ποιήτρια έγινε η πιο λαμπρή και πιο φημισμένη γυναικεία μορφή του Βυζαντίου... Η Κασσία ή Κασσιανή.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]