Στην οδό Σίνκο δε Μάγιο, ένας λατερνατζής παίζει το Φαρολίτο. Ο κόσμος του δίνει νομίσματα επειδή εκείνη η μελαγχολική μουσική τους ξύπνησε τη μνήμη ενός πατέρα, ενός αγαπημένου, ενός παιδιού που το πήρε ο Θεός. . . Κι ήταν λες κι αυτή η μουσική ξύπνησε σ` ένα κομμάτι της καρδιάς μου πράγματα από μια εποχή που δεν θυμόμουν πια. Τη γεύση ενός καραμέλο . . . Την παραλία Καλέτα, όπου το κορίτσι με το καραμελένιο δέρμα αναδύεται από τον αφρό του Ακαπούλκο. . . Τη μητέρα μου να ποτίζει τις ντάλιες της με το λάστιχο και να βρέχει τα πόδια της, πόδια ινδιάνικα, κόμο δε μπάρο, σαν τον κόκκινο πηλό των μεξικάνικων κεραμικών . . . Δεν ξέρω πώς είναι με όλους τους άλλους, αλλά για μένα αυτά τα πράγματα, αυτό το τραγούδι, αυτή η εποχή, αυτό το μέρος, συνδέονται όλα με μια χώρα που τη νοσταλγώ και δεν υπάρχει πια. . . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]