Κάπου ν` ανήκεις. Σε μια θρησκεία, σε μια πατρίδα
σε μια οικογένεια, σε μια ελπίδα. Σε μια ομάδα, σε ένα σώμα
σ` ένα σχολείο, σε ένα κόμμα. Σε μια οργάνωση, σε μία νίκη
σε μία πόλη, σε μία φρίκη. Σε ένα χρώμα, σε ένα είδος
στης ταξινόμησης το υποείδος. Σε μια σημαία, σε μια κερκίδα
σε μια φανέλα, σε μια παγίδα. Σε μια παγίδα. Σε μια παγίδα.
Μήπως να μάθεις, φίλε μου, σ` εσένα ν` ανήκεις, μήπως αυτά είναι, τελικά, τα χρώματα της νίκης;
Κάπου ν` ανήκεις... Έτσι σε μάθανε: κάπου ν` ανήκεις.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ο Γιάννης είναι μόλις δεκαπέντε χρόνων, αλλά η ζωή του, όπως την αφηγείται ένα βράδυ στην Ανθή, είναι γεμάτη ανατροπές, που οφείλονται στην ανάγκη του να ανήκει κάπου. Ο ίδιος, όμως, μοιάζει να μη χωράει πουθενά. Μεγαλωμένος στην Τούμπα, δίπλα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, με νονό `τρελαμένο παοκτζή`, ήταν φυσιολογικό να υποστηρίζει την ομάδα. Όλα αλλάζουν, όμως, όταν αρχίζει να παίζει ο ίδιος μπάλα, στη θέση του τερματοφύλακα. Εκεί διαμορφώνει άποψη (`φιλόσοφο της μπάλας` τον αποκαλεί η Ανθή), διαχωρίζεται από το πλήθος και επιλέγει να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο ως αόρατος. Μόνο που η τύχη το φέρνει να χρειαστεί να πάρει στην πλάτη του ολόκληρη την ομάδα του σχολείου και παύει να είναι αόρατος. Την ίδια εποχή γνωρίζει τον Αντώνη που, μαζί με την αδερφή του, τον μυεί στον κόσμο της ροκ μουσικής. `Τρύπες`. Το ποδόσφαιρο παύει να είναι το μοναδικό του ενδιαφέρον, οι ορίζοντές του ανοίγουν, αποξενώνεται από τον παλιό του εαυτό και αναζητεί νέα ταυτότητα. Μεγαλώνει. Λίγο αργότερα, η οικογένειά του μετακομίζει στον Πειραιά και αναγκάζεται να πάει σε ένα γυμνάσιο όπου όλοι είναι Ολυμπιακοί. Σαν αντίδραση, θα επιλέξει την εύκολη λύση: να ξεχωρίσει μέσω της οπαδικής του ταυτότητας, φτάνοντας σε άκρα που ποτέ δε θα μπορούσε να φανταστεί. `Δε χωρούσες πουθενά, Γιάννη - στη Θεσσαλονίκη είχες γίνει ξένος κι εδώ, που ήσουν ξένος, αποξενώθηκες από τον ίδιο σου τον εαυτό...` σχολιάζει η Ανθή. Όταν πια ο Γιάννης φτάνει στον πάτο, όταν οι ταυτότητες που χρησιμοποιεί προκειμένου να νιώσει ότι ανήκει κάπου αποδεικνύονται καμένα χαρτιά, όταν νιώθει άδειο το κορμί του κι άδεια την καρδιά του, αποφασίζει να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Το παρελθόν του, όμως, είναι βαρύ κι οι πράξεις του τον ακολουθούν μέχρι τέλους.
Γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με διαρκείς παρεμβολές από την Ανθή -την κοπέλα που μόλις έχει γνωρίσει και ερωτευτεί ο Γιάννης και η οποία αναλαμβάνει να μας αποκαλύψει το τέλος- το μυθιστόρημα οδηγεί τον αναγνώστη στους μαιάνδρους της εφηβικής σκέψης, όπου η ανάγκη για ένταξη σε ένα κοινωνικό σύνολο έρχεται συχνά σε σύγκρουση με την υπαρξιακή ανάγκη που νιώθει ο έφηβος να αρθρώσει τον προσωπικό του λόγο, έξω από σχήματα και ομάδες. Όχημα σ` αυτή τη σύγκρουση είναι, στην περίπτωση του Γιάννη, το ποδόσφαιρο, η παοκτζίδικη ταυτότητά του και οι στίχοι (αλλά και η μουσική) από τις `Τρύπες` (και όχι μόνο).
[Απόσπασμα από κείμενο σε ιστοσελίδα του εκδότη]