Η αυλαία παρουσιάζει με τ` άνοιγμά της μια μισοσκότεινη σκηνή. Ακούγεται το δυνατό τραγούδι του ανέμου και κάτι που μοιάζει με μακρινό βομβαρδισμό που συνοδεύεται από εκρήξεις. Σ` όλο το βάθος της σκηνής παλιό τείχος, που πάνωθέ του διακρίνονται αλαργινές χιονισμένες βουνοκορφές.
Μια λευκή ανταύγεια δείχνει την αυλή σαν ένα άσπρο πουλί που πιάστηκε σε δίχτυ και αγωνίζεται να πετάξει. Η πλάζα - η πλατεία - ανήκει σε τροπική πόλη, που `χει αινιγματική μα συνάμα κι αρμονική συγγένεια με λιμάνια σαν την Ταγγέρη, τη Χαβάνα, τη Βέρα Κρουζ, την Καζαμπλάνκα, τη Σαγκάη ή τη Νέα Ορλεάνη. Δεξιά, η πολυτελής πρόσοξη του ξενοδοχείου `Σιέτε Μάρες`, με τη χαμηλή του ταράτσα, γεμάτη άσπρα τραπέζια και καρέκλες. Σ` ένα μεγάλο παράθυρο, δυο κομψές κούκλες βιτρίνας, η μια καθιστή, η άλλη όρθια, ατενίζουν την πλατεία. με μπογιατισμένα χαμόγελα.
Πιο ψηλά, ένα μικρό μπαλκόνι. Αριστερά, απέναντι απ` το ξενοδοχείο, η φτωχογειτονιά, με το τσαντίρι της Γύφτισσας, το σαράφικο καί το βρομοξενοδοχείο `Ριτς`. Στο βάθος η μεγάλη αψιδωτή πύλη του τείχους και σκαλιά που οδηγούν στην άγνωστη ερημιά, που απλώνεται ίσαμε τα πέρα βουνά. Δεξιά κι αριστερά, στο πρώτο πλάνο, αψιδωτά αδιέξοδα.
Μόλις ανοίξει η αυλαία, ένα γαλάζιο φως πέφτει στο διάδρομο του θεάτρου, καθώς τον κατεβαίνει, κουρασμένα μα μεγαλόπρεπα, ο Δον Κιχώτης, ντυμένος σαν περιπλανώμενος αλήτης. Τον ακολουθάει ο Σάντσο Πάντσα, φορτωμένος με διαφορά ετερόκλιτα αντικείμενα - από μια μεσαιωνική ασπίδα ίσαμε ένα σύγχρονο τέρμος! [...]