Η γνωριμία μου με το έργο του Ιωάννη Αλταμούρα ξεκίνησε πριν είκοσι περίπου χρόνια, το 1993, όταν καλεσμένη σ` ένα σπίτι εκτός Αθηνών αντίκρισα ένα θησαυρό με θαλασσογραφίες στους τοίχους. Δεν αναγνώρισα τότε τον καλλιτέχνη, γιατί τα ενδιαφέροντά μου εκείνη την εποχή ήταν στραμμένα στη σύγχρονη τέχνη. Ρώτησα τους οικοδεσπότες για τη συλλογή τους- οι οποίοι στη συνέχεια αποδείχτηκαν συγγενείς και κληρονόμοι της οικογένειας Μπούκουρα- Αλταμούρα, μου έδωσαν μερικές πληροφορίες, κι άρχισα να ψάχνω. Ενδιαφέρθηκα για την πορεία του καλλιτέχνη και την τραγική ζωή του, εφόσον η ανθρώπινη διάσταση της τέχνης και η πρωτοπορία στο έργο του, αποτελούν για τα δικά μου κριτήρια, τον συνδυασμό που χαρακτηρίζει τους μεγάλους ζωγράφους. Το 1997 ξεκίνησα την έρευνα. Άρχισα να ψάχνω στα βιβλία και τις εγκυκλοπαίδειες της εποχής βρίσκοντας αναφορές όχι πάνω από 300 λέξεις για τον Ιωάννη και μερικά σχόλια για τον πατέρα του. Τότε σκέφτηκα να ανατρέξω στο παλιό καλό λεξικό τον E. Benezit. Κι εκεί οι Αλταμούρα ήταν πολλοί. Δεν είχα ακόμα καταλάβει ότι αυτό θα αποτελούσε και το μεγαλύτερο μέρος στην έρευνας αυθεντικότητας και πιστοποίησης των έργων τα χρόνια που ακολούθησαν. (...)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]