Ο τόμος ΙΔ’ της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» έχει ως αντικείμενο την περίοδο της ιστορίας του νεότερου ελληνισμού, που αρχίζει από το 1881 και τελειώνει το 1913 με την προσάρτηση της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Κρήτης και των ανατολικών νησιών του Αιγαίου, ύστερα από την ευτυχή για την Ελλάδα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων.
Από το 1882 ώς το 1895 εκδηλώθηκε η ανορθωτική προσπάθεια του Χαρίλαου Τρικούπη, με κύριους στόχους: τον εκσυγχρονισμό και την ισχυροποίηση του κράτους, την αναδιοργάνωση και σοβαρή ενίσχυση του στρατού και του στόλου, την ταχύρυθμη ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας, ιδίως της βιομηχανίας και των συγκοινωνιών. Η μεγαλεπήβολη αυτή πολιτική υπαγορεύτηκε από την επιδίωξη να αποκτήσει η Ελλάδα έγκαιρα την απαιτούμενη ισχύ, ώστε να μπορεί να επιτύχει την ικανοποίηση των εθνικών δικαίων. Ο τρόπος όμως εφαρμογής της πολιτικής αυτής, υπαγορευμένος από τον σύντομο ρυθμό της, περιείχε στοιχεία υπονομευτικά της επιτυχίας της. Η χρηματοδότησή της έγινε με υπερδανεισμό και με υπερφορολόγηση, που μάλιστα έπληξε τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. (...) Η Ελλάδα οδηγήθηκε τελικά στην πτώχευση του 1893, πλήγμα βαρύτατο για τη χώρα, με συνέπειες πολλαπλά επιζήμιες. (...)
Ο κακός χειρισμός του εθνικού ζητήματος στα χρόνια 1896/97 οδήγησε την Ελλάδα σε δεινή στρατιωτική ήττα και εθνική ταπείνωση. Οι ανεύθυνες πρωτοβουλίες της παραπολιτικής «Εθνικής Εταιρίας» που είχε ισχυρούς πλοκάμους στην δημόσια ζωή της χώρας, συνέτειναν ώστε να προβούν η κυβέρνηση Δεληγιάννη και ο βασιλιάς Γεώργιος σε άστοχες ενέργειες που είχαν συνέπεια τον καταστρεπτικό πόλεμο του 1897. (...)
Στα 9 πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα, ενώ η αλυτρωτική πολιτική συνεχιζόταν με κύρια εκδήλωση τον Μακεδονικό Αγώνα, οι αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις υπό τον Γεώργιο Θεοτόκη και άλλους πρωθυπουργούς πέτυχαν να βελτιωθεί βαθμιαία η κατάσταση της χώρας. Τον Αύγουστο του 1909 στρατιωτικό πραξικόπημα, που είχε και λαϊκή συμπαράσταση, επέβαλε να σχηματισθεί νέα κυβέρνηση με πρόγραμμα κυρίως τη ραγδαία ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων. (...)
Ο Βενιζέλος, πρωθυπουργός από το 1910, πραγματοποίησε πολύ σύντομα σοβαρό ανορθωτικό έργο στην οργάνωση του κράτους και στις ένοπλες δυνάμεις, εφάρμοσε πολιτική εθνικής ομοφροσύνης και προπάντων κατόρθωσε το παράτολμο για την εποχή εγχείρημα να συνάψει συμμαχία με τη Βουλγαρία. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής προετοιμασίας υπήρξε η συμμετοχή της Ελλάδος στον Βαλκανικό πόλεμο του 1912 και οι ευεργετικές γι` αυτήν συνέπειές του: προσάρτηση της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Κρήτης και νησιών του Αιγαίου, απελευθέρωση έτσι μεγάλου αριθμού των αλύτρωτων Ελλήνων. (...)
Η περίοδος αυτή, εξάλλου, παρουσιάζει ακμή του υπόδουλου ελληνισμού στις μεγάλες πόλεις προπάντων, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη, αλλά και βαριές δοκιμασίες ορισμένων τμημάτων του. Επίσης, παρουσιάζει άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών, επιδόσεις αξιόλογες στην επιστήμη και την παιδεία όχι μόνο στο ελληνικό κράτος, αλλά και στα κέντρα του υπόδουλου ελληνισμού και στις εστίες των Ελλήνων της διασποράς.
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]