Ο Θ` τόμος της `Ιστορίας του ελληνικού έθνους - Βυζαντινός Ελληνισμός - Μεσοβυζαντινοί και Υστεροβυζαντινοί χρόνοι`, (1071 - 1453), καλύπτει τους τελευταίους τέσσερις αιώνες ζωής του ελληνικού χριστιανικού κράτους. Αφετηρία της περιόδου αυτής αποτελεί το έτος 1071, έτος της μεγάλης ήττας του βυζαντινού στρατού από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Μαντζικέρτ της Αρμενίας, που σήμανε την οριστική απώλεια του μεγάλου τμήματος της Μικράς Ασίας για το Βυζάντιο, και της αλώσεως της Βάρεως από τους Νορμανδούς, που σήμανε την απώλεια και του τελευταίου βυζαντινού ερείσματος στην Ιταλία. Μέσα στα νέα, πιο περιορισμένα, όριά της η αυτοκρατορία δέχθηκε, τον αιώνα που ακολούθησε, τις ευεργετικές συνέπειες της ανορθωτικής προσπάθειας της δυναστείας των Κομνηνών αλλά και τη λαίλαπα, που αποτελούσαν οι Σταυροφορίες, με αποκορύφωμα την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους το 1204. . . Αμέσως μετά την άλωση θα οργανωθούν κέντρα αντιστάσεως, που η δράση τους θα οδηγήσει στην απελευθέρωση μεγάλων ελληνικών περιοχών και στην ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1261. . . Η περίοδος των Παλαιολόγων (1261 - 1453) που ακολουθεί, ύστερα από μια εποχή πολιτικής ακμής κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Η`, χαρακτηρίζεται από προϊούσα αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφείλεται κυρίως στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων στη Μικρά Ασία πρώτα και, στη συνέχεια, μετά το 1354 στη χερσόνησο του Αίμου. . . Ωστόσο, η περίοδος αυτής της εδαφικής συρρικνώσεως του Βυζαντίου χαρακτηρίζεται από μια νέα ακμή στα γράμματα και τις τέχνες με κύρια κέντρα την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τη νεοϊδρυμένη πρωτεύουσα της Πελοποννήσου, τον Μυστρά. Έτσι, η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους το 1453 δε θα σημάνει μόνο το τέλος του βυζαντινού ελληνισμού, αλλά και τη γένεση του νεότερου ελληνισμού που θα μπορέσει να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί με βάση τα, πνευματικά κυρίως, εφόδια που του κληροδότησε το Βυζάντιο.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]