(...) Η προσέγγιση αυτή, ενώ παραμένει πιστή στη διαχρονική μελέτη των φαινομένων που είναι ίδιον της ιστορικής επιστήμης, ξεφεύγει από την προσήλωση στη χρονολογική αλληλουχία σαν τη μόνη σχέση αιτιότητας ανάμεσα στα ιστορικά δεδομένα που μελετά. Δίπλα σε αυτή, και αντί γι` αυτήν, εντοπίζει σχέσεις πραγματικές, που προκύπτουν από τη φύση και την εξέλιξη των φαινομένων που μελετά. Αποτελέσματα της επιλογής αυτής είναι η αρχιτεκτονική των κεφαλαίων στις απαρχές, το πρώτο μέρος της ιστορίας της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Ο ιστορικός χρόνος στους διάφορους τομείς της κοινωνικής ζωής δεν είναι ο ίδιος. Οι απαρχές των χαρακτηριστικών φαινομένων που διαφοροποιούν τον 20ό αιώνα από την προηγούμενη περίοδο, δεν βρίσκονται στο ίδιο σημείο του συμβατικού χρόνου για όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Ο 20ός αιώνας της ελληνικής ιστορίας μόνο από σύμπτωση αρχίζει σε ορισμένους τομείς το 1901. Το ίδιο απίθανο, εξάλλου, είναι να τελειώσει το έτος 2000. Γι` αυτό υπάρχουν κεφάλαια, όπως αυτά για την εξωτερική πολιτική, την αγροτική οικονομία, τις στρατιωτικές εξελίξεις, που εντοπίζουν τις απαρχές του 20ού ήδη στις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Υπάρχουν και άλλα, όπως τα κεφάλαια για το θέατρο και τις εικαστικές τέχνες, τις τράπεζες και τις εξαγωγές χρηματικών κεφαλαίων, που ξεκινούσαν την ανάλυσή τους με την πρώτη ή τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Σε άλλους τομείς πάλι, όπως το γυναικείο κίνημα, η κοινωνική πρόνοια, η μουσική, οι απαρχές του ελληνικού 20ού αιώνα είναι ακόμη πιο πρόσφατες, τοποθετούνται στο Μεσοπόλεμο και φέρουν την επίδραση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών αυτής της περιόδου. Γι` αυτόν το λόγο θα εξετασθούν στα επόμενα μέρη της ιστορίας. Άλλα φαινόμενα, έντονα στις αρχές του αιώνα, ατονούν στις μεταγενέστερες περιόδους ή δρουν υπόγεια, με αποτέλεσμα τα αντίστοιχα κεφάλαια των πρώτων τόμων να μην επαναλαμβάνονται στους επόμενους.
«Η ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα» φιλοδοξεί να είναι πλήρης, χωρίς όμως να είναι εξαντλητική. Στο μέτρο που δεν περιγράφει, αλλά αναλύει και συνθέτει για να δείξει τις αιτίες και τους μηχανισμούς της αλλαγής, επέλεξε να βάλει σε δεύτερη μοίρα ό,τι δεν ήταν απαραίτητο για την κατανόηση της κάθε περιόδου και που η εξιστόρησή του θα βάρυνε με δευτερεύοντα πραγματολογικά στοιχεία την ύλη. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]