`Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ`, παρά τις εργασίες των τελευταίων πενήντα χρόνων που σχεδόν την ανανέωσαν, παραμένει πάντα, και ιδίως στη Δύση, αντικείμενο επίμονων προκαταλήψεων. Πολλοί από τους συγχρόνους μας, όπως ο Μοντεσκιέ και ο Γίββων, τη θεωρούν ακόμη συνέχεια και παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από κάποια ασυναίσθητη επίδραση μιας προαιώνιας μνησικακίας, από κάποια σκοτεινή ανάμνηση θρησκευτικών παθών που έχουν ξεχαστεί, εξακολουθούμε να κρίνουμε τους Έλληνες του Μεσαίωνα όπως τους έκριναν οι σταυροφόροι, που δεν τους καταλάβαιναν, και οι πάπες, που τους αφόριζαν. Κατά τον ίδιο τρόπο, και η βυζαντινή τέχνη εξακολουθεί να θεωρείται, δυστυχώς πολύ συχνά, τέχνη στατική -πρόθυμα την ονομάζουν `ιερατική`- , που δεν είχε τη δύναμη να ανανεωθεί και που, κάτω από τη στενή επίβλεψη της Εκκλησίας, περιόρισε τη χιλιετή της προσπάθεια στο να επαναλαμβάνει αόριστα τις δημιουργίες ορισμένων ιδιοφυών καλλιτεχνών. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]