Ήταν μια νύχτα γεμάτη πλανεύτρες φωνές και μελωδίες από μυθικές Σειρήνες. Τις άκουγαν μόνο όσοι τολμούσαν να σταθούν στο φως της πανσελήνου και να τη κοιτάξουν κατάματα.
Η Ιοκάστη στάθηκε στη μέση της άμμου. Ανάγειρε το κεφάλι και η ματιά της γέμισε από μαγεμένο φως. Άνοιξαν τ` αυτιά της καρδιάς της να μπουν οι μαγεμένοι ήχοι. Άρχισε να ζαλίζεται. Να μεθάει. Εκεί που το σώμα της άρχισε να μουδιάζει, από την γλύκα του αλλόκοτου μεθυσιού, ένοιωσε δυο μάτια να την κοιτάνε επίμονα.
Η καρδιά της τρόμαξε και άρχισε να χτυπά τρελλά. Κρύος ιδρώτας την περιέλουσε. Τα πόδια της βυθίστηκαν στην άμμο. Μια αόρατη δύναμη την τραβούσε, προς το μέρος της. Η ψυχή της ανατρίχιασε. Ένιωσε παγιδευμένη στον ιστό μιας αράχνης. Μιας αράχνης που καραδοκούσε στο σκοτάδι.
Την άκουσε να ακονίζει τα δόντια της και να τραβά το κολλώδες δίχτυ, με το θήραμα παγιδευμένο, προς το μέρος της...