Η βεβαρημένη από το ιστορικό παρελθόν σύγχρονη διπλωματική ιστορία Ελλάδος-Τουρκίας διακρίνεται σε δύο φάσεις: α) στην περίοδο Βενιζέλου-Ατατούρκ και β) σ` αυτήν που έχει ως προβεβλημένο πεδίο έντασης το Κυπριακό. Η μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου περίοδος προσδιορίζεται από την έκδηλη τουρκική αναθεωρητική πολιτική στο χώρο Θράκη-Αιγαίο (ξεκίνησε το Μάιο του 1973) - Κύπρος.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται, από απόψεως στόχων, από μία πολιτικοκοινωνική ενδυνάμωση της συμμετοχής της Ελλάδος στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η επιδίωξη, ταυτόχρονα, μίας βαλκανικής και ανατολικομεσογειακής πολιτικής, και όταν ακόμη εκφράζεται, είναι αποσπασματική και με ταλαντεύσεις (π.χ. γιουγκοσλαβικό, αντίδραση στην στρατηγικού τύπου τουρκοϊσραηλινή συμμαχία).
Η κρίση των Ιμίων δεν ήταν για την ελληνική εξωτερική πολιτική "κεραυνός εν αιθρία", παρόλο που έτσι αναγώσθηκε. Είχε προηγηθεί η εισβολή στην Κύπρο, η κρίση του Μαρτίου του 1987 και άλλες σημειακές προβολές τουρκικής επιθετικότητας.
Γίνεται σαφές για τον ασχολούμενο με σύγχρονα θέματα ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ότι η ελληνική διπλωματία πολλές φορές αυτοπαγιδεύεται ή αφήνεται στο θεσμικό πλεονέκτημα της συμμετοχής της Ελλάδος στον υπερεθνικό θεσμό των Βρυξελλών. Η ελληνική στρατηγική "εκχωρεί", όπως και στο παρελθόν, την επίλυση θεμάτων εθνικού στρατηγικού συμφέροντος σε υπερεθνικούς ή συμμαχικούς συνασπισμούς, παραβλέποντας είτε τη θεσμική τους ελλειμματικότητα είτε τα στρατηγικού χαρακτήρα διαφοροποιημένα συμφέροντα των εταίρων-συμμάχων.
Διασφάλιση και προώθηση του εθνικού συμφέροντος νοείται τότε και μόνο, όταν υφίσταται σαφής προσδιορισμός του στρατηγικού δόγματος και η μέχρι τέλους υπεράσπισή του. Όταν η υπό (διεθνή) δικαιοδοτική επίλυση ή υπό διαπραγμάτευση ύλη ανήκει στην εξόφθαλμη, λόγω των Συνθηκών, ελληνική κυριαρχία, τότε κάθε εξέλιξη υπό οποιεσδήποτε συνθήκες συνιστά παραχώρηση. Ισχύει ως δόγμα στην εξωτερική πολιτική ότι ό,τι δεν μπορείς να υπερασπισθείς, εκλαμβάνεται από τον άλλο και από τους τρίτους ως διαπραγματεύσιμη ύλη.
Η κρίση των Ιμίων απέδειξε εν τοις πράγμασι την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας, την οποία η Ελλάς οφείλει να την αντιμετωπίσει ως ένα πεδίο άσκησης συγκροτημένης εθνικής στρατηγικής στο πλαίσιο της σύγχρονης διεθνοδικαιικής και διεθνοπολιτικής πραγματικότητας.
Η συστηματική έρευνα και καταγραφή των διπλωματικοϊστορικών και διεθνοδικαιικών συνιστωσών περί τα Ίμια, από τον πανεπιστημιακό συνάδελφο συγγραφέα, Λεωνίδα Παπαδόπουλο, αποτελεί, εκτός από χρήσιμο διδακτικό βοήθημα, ουσιώδη συμβολή στην κατανόηση και αντιμετώπιση μίας πρόσθετης, εμπράκτως εκ:δηλωθείσας, τουρκικής επιθετικότητας κατά μητροπολιτικού πλέον κυριαρχικού ελληνικού εδάφους. Η τεκμηριωμένη εργασία του συγγραφέα -ακόμη και αν δεν ήταν στις προθέσεις του- καταδεικνύει ότι η ιστορία δεν αποτελεί κυρίαρχο οδοδείκτη άσκησης εξωτερικής πολιτικής, όταν η άλλη πλευρά κινείται με όρους πολιτικής ισχύος. Το διεθνοδικαιικό επιχείρημα όταν δεν πλαισιώνεται και από άλλες παραμέτρους, φαντάζει -στα μάτια πάντα των ασκούντων πολιτική ισχύος- ως ανίσχυρη διεθνοπολιτική ηθική. Όταν, όμως, αυτό γίνεται ανεκτό από την ίδια τη θεσμοθετημένη διεθνή κοινωνία, ορθώς τίθεται εν αμφιβόλω η ίδια η αξιοπιστία της.
Γεώργιος Παπαστάμκος
Επικ. Καθηγητής
πρώην Υφυπουργός Εξωτερικών