Σε αντίθεση με τις σωζόμενες τραγωδίες των τριών μειζόνων αρχαίων Ελλήνων δραματουργών, για τις οποίες διαθέτουμε ικανό αριθμό αξιόλογων ερμηνευτικών υπομνημάτων, τα δύο μνημειώδη έπη του Ομήρου, η "Ιλιάδα" και η "Οδύσσεια", έχουν σχολιαστεί με εξαιρετική φειδώ. Ένας από τους βασικούς λόγους είναι, ασφαλώς, η έκτασή τους, που προϋποθέτει άφθονο χρόνο και ηράκλειο μόχθο περισσοτέρων του ενός ερευνητών. Ένας δεύτερος λόγος πρέπει να αναζητηθεί στα ποικίλα και πολύπλοκα προβλήματα που θέτουν τα πολύστιχα αυτά ποιήματα, προβλήματα που εκκινούν από τις περιπέτειες της χειρόγραφής τους παράδοσης και την τεχνητή τους γλώσσα και εξικνούνται έως τα ζητήματα της σύνθεσής τους και των βαθμίδων του ελληνικού πολιτισμού που ενσωματώνουν. Δεν ξενίζει, επομένως, το γεγονός ότι η κυκλοφόρηση παρόμοιων φιλόδοξων εγχειρημάτων συμβαίνει σε διαστήματα που απέχουν μεταξύ τους περίπου έναν αιώνα.
Υπό αυτούς τους όρους είναι ευπρόσδεκτο το εξάτομο υπόμνημα στην "Ιλιάδα" που επιμελήθηκε ένας από τους διαπρεπέστερους ομηριστές του εικοστού αιώνα, ο G. S. Kirk. Ο ίδιος ανέλαβε τους δύο πρώτους τόμους (ραψωδίες Α-Θ), ενώ τον κατά στίχο σχολιασμό των υπόλοιπων δεκαέξι ραψωδιών τον ανέθεσε σε νεότερους ευφήμως γνωστούς μελετητές του Ομήρου. Είναι αναμενόμενο ότι, παρά τις γενικές οδηγίες του επιμελητή της σειράς, κάθε φιλόλογος κατένειμε τις εμφάσεις ανάλογα με τα εξειδικευμένα ερευνητικά ενδιαφέροντά του, και έτσι προέκυψε μια πολυφωνική προσέγγιση, που πρέπει να προσμετρηθεί στα πλεονεκτήματα των τόμων αυτών.
Το έγκυρο αυτό υπόμνημα μεταφέρεται τώρα σταδιακά στη γλώσσα μας, για να αποτελέσει το έναυσμα και τη βάση κάθε περαιτέρω μελέτης του ομηρικού κειμένου, που δικαίως θεωρήθηκε η ληξιαρχική πράξη γέννησης της νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Επιπλέον, θα συντελέσει αποφασιστικά στην ουσιαστική διδασκαλία των ομηρικών επών στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς περιέχει αξιόπιστες πληροφορίες και συνοψίζει τα πορίσματα της πρόσφατης ομηρικής έρευνας.