Η ιαμβική ποίηση χαρακτηρίζεται από τη χρήση του ιάμβου. Η καθιέρωση του μέτρου αυτού σήμαινε αληθινή επανάσταση στην αρχαία ποίηση. Ο ίαμβος, κατά μία ετυμολογία, παράγεται από το `ιάπτω` και άρα σημαίνει `υβριστής`, `στηλιτευτής`. Γενικά η ιαμβογραφία συνδέεται ως τέχνη με τη μουσική του αυλού, οργανικά με τις γονιμικές γιορτές και κοινωνικά με τη σάτιρα. Η σάτιρα υπήρξε το σήμα κατατεθέν και η ειδοποιός διαφορά της ιαμβικής από τη λοιπή λυρική ποίηση (τη μελική και τη χορική).
Από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους του είδους ο Αρχίλοχος, ο θεωρούμενος Όμηρος του αρχαϊκού λυρισμού, είναι ο καταγωγικότερος όλων, ο Σημωνίδης εκφραστής κοινωνικού ελέγχου, ενώ ο Ιππώναξ είναι ο περιπλανώμενος που μυκτηρίζει τους προσωπικούς του αντιπάλους.
Η ιαμβογραφία, με τη συνοδεία και των ελασσόνων και με τις λοιπές δυνάμεις του προκλασικού διαφωτισμού, ανοίγει την αυλαία προς τη σάτιρα προσώπων, ιδεών και καταστάσεων και έτσι με τη γλώσσα και τα θέματά της θα τροφοδοτήσει την αρχαία κωμωδία.
Οι Ιαμβογράφοι είναι ο τέταρτος και τελευταίος τόμος της σειράς `Αρχαίοι Λυρικοί` με εισαγωγές, μετάφραση και σχόλια του Γιάννη Δάλλα. Η πρώτη του έκδοση είχε κυκλοφορήσει το 1976 στις εκδόσεις `Κείμενα`.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]