Η Εκκλησία, ως χαρισματικό και συγχρόνως ιεραρχικό σώμα, έχει εξαρχής μία πλούσια, μακρά παράδοση, που προσδιορίζεται από θεσμούς, χαρίσματα και λειτουργήματα. Στη ζωή της αλληλοπεριχωρεί το χάρισμα και το θεσμό, τα λειτουργήματα και την ιεραρχική δομή και διάρθρωση.
Το ζήτημα για το θεσμό και το χάρισμα ή, άλλως, για τη θεσμική και χαρισματική διάσταση της Εκκλησίας, είναι πρωτίστως δογματικού χαρακτήρα, γεγονός που σημαίνει ότι σχετίζεται άμεσα με τη χριστολογική και πνευματολογική της φύσης. Η διερεύνησή του θεωρούμε ότι θεμελιώνεται πλήρως στη στέρεη δογματική βάση της άρρηκτης ενότητας της Χριστολογίας με την Πνευματολογία στο πλαίσιο της Εκκλησιολογίας. Η θεολογική αυτή ενότητα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση και συνάμα η εγγύηση της αδιάσπαστης και λειτουργικής ενότητας της θεσμικής με τη χαρισματική διάσταση της Εκκλησίας, στην οποία το "συναμφότερον" των διαστάσεων σημασιοδοτεί και αποδίδει τα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς της και της ζωής των μελών της.
Σε αυτό ακριβώς το μείζον, θεμελιώδες και επικαιρικής σπουδαιότητας εκκλησιολογικό ζήτημα, ενίοτε δε εμφανιζόμενο και ως ενδορθόδοξο ή διχριστιανικό "πρόβλημα", επιχειρεί ο συγγραφέας να καταθέσει, όσο είναι δυνατόν, ορισμένες τεκμηριωμένες και περιεκτικές απαντήσεις, με κεντρικό άξονα κειμενικής θεμελίωσης τα πολυπληθή συγγράμματα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.