"Το χειρόγραφο ήταν καλά κρυμμένο από τον [πατέρα μου] μέσα στον διπλό πάτο μιας βαλίτσας που την εμπιστεύτηκε στον Αντώνη, λίγο πριν φύγουμε από τη [Ρουμανία] το 1967. Δεν το προόριζε για δημοσίευση, αν και το είχε χρησιμοποιήσει ως υλικό στη συγγραφή των βιβλίων του. Όταν του το έφερα από τη Ρουμανία, το κατέθεσε στη Βιβλιοθήκη του Εργατικού Κινήματος του Πανεπιστημίου της Nanterre, όπου το εντόπισε τριάντα χρόνια αργότερα ο Νίκος Μαραντζίδης. Το γεγονός ότι ο πατέρας μου δεν το κατέστρεψε ήταν ένας από τους λόγους που με έκανε να συναινέσω στην έκδοσή του. Άλλος λόγος ήταν η πεποίθηση ότι αναγκαία προϋπόθεση της δημοκρατίας είναι τα ιστορικά τεκμήρια να εκτίθενται σε δημόσιο διάλογο, και το ημερολόγιο αυτό από τον εμφύλιο αποτελεί αναμφίβολα ένα κρίσιμο ιστορικό τεκμήριο. Τέλος, έτρεφα την ελπίδα ότι το ημερολόγιο με τη δημοσίευσή του θα έφερνε στο προσκήνιο την προσωπική ιστορία του πατέρα μου, καθώς και τα υπόλοιπα γραπτά του".
(Από το Προλογικό Σημείωμα του Γιώργου Βλαντά)
"Η διαγραφή από το κόμμα, η εξορία, η αποστασιοποίηση φαίνεται πως οδήγησαν τον Βλαντά να δει το παρελθόν υπό μια νέα οπτική γωνία. Ο Βλαντάς επανεξέτασε κατά κάποιον τρόπο το παρελθόν του. Φυσικά, όπως και στην πλειονότητα των συντρόφων που γράφουν απομνημονεύματα, αυτό γίνεται με διάθεση αυτοδικαίωσης, υπενθύμισης στους υπολοίπους για το ποιος είχε το δίκιο και ποιος το άδικο, ποιος έφταιγε και ποιος όχι για τις επιλογές, για την ήττα. Ο Βλαντάς, όπως και ολόκληρη η ηγεσία του κόμματος, ακόμη και τα μεσαία στελέχη, πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους αλληλοκατηγορούμενοι για σφάλματα, παραλείψεις και προδοσίες".
(Από τον Πρόλογο του Νίκου Μαραντζίδη)