«Σηκώνομαι αργά από το γραφείο μου, σβήνω τον υπολογιστή μου, κατευθύνομαι προς το κρεβάτι μου, ξεκουμπώνω το παντελόνι μου, βγάζω τα παπούτσια και τις κάλτσες μου, τραβάω το τηλέφωνο από την πρίζα και, με λύπη, διακόπτω την ακρόαση του «Ρεσιτάλ άρπας» της Μαρτίν Ζελιό. Έπειτα ξαπλώνω, κλείνω τα μάτια κι ακούω τον εαυτό μου να εύχεται στην ανύπαρκτη ομήγυρη και σε μένα τον ίδιο «καλόν ύπνο», με φωνή αχνή, σαν ψίθυρο, σαν χάδι. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, δεν ελέγχω πια τίποτα, είμαι εξ ολοκλήρου «αλλού», στη χώρα του ύπνου...
Τι ώρα είναι; Η αρχή του απογεύματος. Αυτή η τόσο ευχάριστη στιγμούλα όπου ο μεσημεριανός ύπνος σας καλεί και σεις δεν ξέρετε αν θ’ ανταποκριθείτε. Να κοιμηθώ; Μα έχω τόσα πράγματα να κάνω! Να κοιμηθώ;».
Ένας μικρός, κομψότατος ύμνος στη σιέστα, μεσημεριανή ανάπαυλα, που κατά τον συγγραφέα είναι ο πιο εκλεπτυσμένος τρόπος να ξαναβρούμε τον εσωτερικό μας ρυθμό και να επιτρέψουμε στις σκέψεις μας να απλωθούν και να περιπλανηθούν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]