Η Σαραντόκαρδη είναι μια μοναδική περίπτωση σαρανταποδαρούσας, η οποία στην αρχή δε διέφερε σε τίποτε από τις όμοιες της φάρας της: Λημέριαζε στ` ανήλιαγά και τα σκοτεινά, κάτω από τις πέτρες και σχισμάδες, όπου το χώμα είναι νοτισμένο, και πολύ την ευχαριστιόταν τη χαμοζωή της. Ένιωθε, σαν να λέμε, ευτυχισμένη. Και περήφανη, επιπλέον, για τα τόσα πόδια της. Τα καμάρωνε με τις ώρες και τα φρόντιζε με επιμονή. Έτσι κυλούσε ήρεμα και σαρανταποδαράτα η ζωή της, ώσπου άρχισε να σκέφτεται σαραντόκαρδα, μ` άλλα λόγια φιλεύσπλαχνα. Ν` ανακαλύπτει δηλαδή ότι πολλοί και διάφοροι χρειάζονταν ποδάρια, κι αφού εκείνη είχε σαράντα απ` αυτά, βάλθηκε να τα μοιράζει δίχως να τσιγκουνεύεται καθόλου... Μια ιστορία γεμάτη ανθρωπιά, γραμμένη με πολύ χιούμορ και εύθυμη διάθεση.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]