«Από σήμερα το απόγευμα, εμείς οι δύο έχουμε πόλεμο και όσο εσύ δε φεύγεις, εγώ θα κάνω συνέχεια κακίες». Αυτές ήταν οι πρώτες φράσεις που μου απηύθυνε η επτάχρονη Ξενοφοντούλα, σχεδόν αμέσως αφού παντρεύτηκα τη μαμά της. Το όνομά της το πήρε από τον παππού της, ο οποίος, θεός σχωρέστον, μαζί με της μοναχοκόρης του την χείρα μου έδωσε και αυτήν της εγγονής του. Βλέπετε, η Σούλα ήταν χήρα όταν τη γνώρισα και η Ξενοφοντούλα ήταν μόνο πέντε ετών. Από τότε πέρασαν δύο χρόνια, παντρεύτηκα τη Σούλα και πήγα να ζήσω μαζί της στο σπίτι που έμενε με την κόρη της. Ό,τι επακολούθησε σας το περιγράφω στα επόμενα κεφάλαια.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]