«Εγώ δεν ξέρω πολλά γράμματα. Μα όπως κάθομαι τις νύχτες στην αυλή μου και κοιτάζω τ` αστέρια, σκέφτομαι και μερικά πράματα. Σκέφτομαι λοιπόν, τι διαφορά υπάρχει να `σαι μέσα στους ανθρώπους ή μέσα στα θερία. Και λέω πως με τα θερία, είναι καλύτερα. Στο κάτω κάτω, αυτά τα ξέρεις. Είναι θερία, λες. Και φυλάγεσαι. Τους ανθρώπους όμως; Μέχρι να πάρεις είδηση τι θεριό έχεις δίπλα σου, σε κατασπάραξε. Πάει. Τους ανθρώπους εγώ τρέμω. Τους όμοιούς του. Που μιλούνε, που χαϊδεύουνε, που χιχιρίζουνε, που χαιρετούνε. Αλίμονο απ` αυτούς, Χριστέ μου. Αλίμονο και τρισαλίμονο».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]