ΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ του Κάρολου Τσίζεκ χωρίζονται σε δύο ευδιάκριτες κατηγορίες.
Στην πρώτη, που εκπροσωπείται από τη `Λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής` και από τον `Θείο Τσάις`, η αναζήτηση του χαμένου χρόνου της παιδικής και της νεανικής ηλικίας του συγγραφέα διαπλέκεται άρρηκτα με την ιστορία της μεσοπολεμικής και κατοχικής Θεσσαλονίκης, καθώς ο αφηγητής ανασύρει από το βασίλειο της λήθης το χαμένο παρελθόν μιας πόλης πολυεθνοτικής, ποικιλόχρωμης, που σφύζει από ζωή.
Στη δεύτερη κατηγορία, στην οποία εντάσσονται τα υπόλοιπα αφηγήματα, παρακολουθούμε τη σταδιακή διαμόρφωση της υβριδικής ταυτότητας του συγγραφέα: τσεχικής καταγωγής, με ιταλική και ελληνική παιδεία, μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, μοιρασμένος ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις, ο Τσίζεκ βιώνει την ετερότητα χωρίς αγκυλώσεις, με κριτική διάθεση και χιούμορ.
Η μνήμη, στις δύο μορφές της, την ατομική και τη συλλογική, καθορίζει την αφηγηματική τεχνική και το ύφος του βιβλίου. Οι παλινδρομήσεις της, οι αλλεπάλληλοι συνειρμοί και οι συνεχείς παρεκβάσεις δημιουργούν μια θραυσματική, ρευστή, άκρως γοητευτική αφήγηση, που δανείζεται τους τρόπους άλλοτε της νεωτερικής αυτοβιογραφίας, άλλοτε του χρονικού και άλλοτε του δοκιμίου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]