Η Ντίλια πίστευε ότι ο γάμος της με τον Σαμ θα διατηρούσε πάντα την παραμυθένια λάμψη ενός ρομαντικού μυθιστορήματος. (. . .) Μόνο που η πραγματική ζωή συνεχίζεται και μετά το τέλος του παραμυθιού. Ο αδυσώπητος ρεαλισμός των είκοσι χρόνων γάμου διαλύει τις ρομαντικές ψευδαισθήσεις της Ντίλια που τώρα πιάνει τον εαυτό της να κραυγάζει: `Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο απ` αυτό το. . .το. . .αυτή την οργή, τη γεμάτη περηφάνια οργή που νιώθεις όταν σ` έχουν πληγώσει, προσβάλει, σ` έχουν θεωρήσει δεδομένο. . .` Και απλά φεύγει. . . Απομακρύνεται όπως η βάρκα που αφήνεται να παρασυρθεί από τον αέναο σάλο του ωκεανού. Εξαφανίζεται και ξεκινά ένα ταξίδι όχι για την ανακάλυψη νέων `τόπων`, αλλά ένα ταξίδι στον χρόνο που θα την επιστρέψει στη δική της Ιθάκη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]