Τον ξέβρασε αναίσθητο η θάλασσα σε μια παραλία του Ναυπλίου ύστερα από ένα μπουρίνι. Στο νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι πάσχει από αμνησία. Μόλις ανάρρωσε από τα τραύματά του βρήκε δουλειά και σπίτι· συνδέθηκε ερωτικά με μια δασκάλα. Αλλά δεν είχε βρει τη μνήμη του, δε θυμόταν ούτε το όνομά του.
Μια μέρα χτύπησε την πόρτα του μια άγνωστη. Δεν μπόρεσε να δει πώς ήταν -την ηλικία της, το ύψος της, το ντύσιμό της- γιατί μόλις αντίκρισε τα μάτια της ένιωσε χαμένος. Ήταν σκούρα μπλε σαν το ανοιχτό πέλαγος και, καθώς τα κοίταζε καθηλωμένος, μια αβάσταχτη νοσταλγία πλημμύρισε την ψυχή του...
`Αντρέα, δε με θυμάσαι;` του είπε η άγνωστη με τα μπλε μάτια.
`Είμαι η γυναίκα σου`.
Λίγο αργότερα έμαθε ότι ο γάμος τους είχε ναυαγήσει και ζούσαν σαν δυο ξένοι κάτω από την ίδια στέγη.
Το μυαλό του δε θυμόταν τίποτε από την παλιά ζωή του. Αλλά η καρδιά θυμάται...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]