«Από κείνα όμως ακόμα τα χρόνια, για μένα δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πάνω σ’ αυτό το θέμα: δεν μου άρεσε αυτό που ονομάζουμε «σαρκικές απολαύσεις» επειδή πράγματι είναι πάντα ανούσιες. Εμένα το μόνο που μου άρεσε, ήταν καθετί που θεωρούμε «βρόμικο». Ούτε κι η συνηθισμένη κραιπάλη μ’ ικανοποιούσε, κάθε άλλο μάλιστα, γιατί αυτή το μόνο που κάνει είναι να βρομίζει την κραιπάλη, κι αφήνει απείραχτο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κάτι ανώτερο κι απόλυτα καθαρό. Η κραιπάλη που ξέρω εγώ, σπιλώνει όχι μόνο το κορμί μου και τις σκέψεις μου, αλλά και καθετί που μπορεί να συλλάβει μπροστά της το μυαλό μου, δηλαδή το μέγα έναστρο σύμπαν που δεν παίζει παρά μόνο το ρόλο σκηνικού».
(Απόσπασμα του έργου, από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Η σχέση με το έργο του Μπατάιγ είναι μια σχέση δύσκολη, όχι μόνο επειδή απαιτεί ανασκευή ριζική όλων των κυρίαρχων απόψεων κι επανεξέταση ριψοκίνδυνη όλων των συνισταμένων του προβληματισμού πάνω στον άνθρωπο και τον κόσμο, αλλά προπαντός επειδή διεκδικεί ένα βλέμμα που κοιτάει, πίσω απ’ τα παραπλανητικά φαινόμενα, την ουσία των γεγονότων, τη βαθύτερη αιτιολογία των πράξεων, την εσώτατη προέλευση της ιστορίας του ανθρώπου, το σημείο εκείνο της ανείπωτης φρίκης που κουβαλάμε όλοι ανεξαιρέτως μέσα της, που δεν τολμάμε να το αντικρίσουμε, που το απορρίπτουμε ή το παραγράφουμε, γιατί και μόνο η υποψία του της τρελαίνει, αλλά που είναι η πηγή των ειδεχθέστερων και μεγαλειωδέστερων πράξεων του ανθρώπου. Το σημείο εκείνο απ’ όπου βγήκε η Ιστορία του ματιού.
[Απόσπασμα από σημείωμα μεταφραστή]