«. . . Μόλις προσπέρασα τον Αυστραλό, λύθηκαν τα πόδια μου! Απ` τον γρήγορο ρυθμό όμως οι δυνάμεις μου άρχισαν να μ’ εγκαταλείπουν . . . Όχι! είπα. Αν σταματήσω θα ρεζιλευτώ στην Ελένη και στους δικούς μου. Θα κρατηθώ, θα νικήσω για να υψωθεί η γαλανόλευκη και ν` ακουστεί ο ύμνος μας. . . Κι άρχισα να ψέλνω τον εθνικό ύμνο συγχρονίζοντας τη μουσική στο ρυθμό του τρεξίματός μου. «Και σαν πρώτ` αντρειωμένη, χαίρε ω χαίρε λευτεριά!» Μπαίνω στο Στάδιο. Γίνεται χαλασμός!. . . Άλλοι κλαίνε, άλλοι φωνάζουν, χειροκροτούν, σείουν οι άντρες τα καπέλα και οι γυναίκες τα μαντίλια. . . Ξαφνικά, οι πρίγκιπες με σηκώνουν στους ώμους και με πάνε στον βασιλιά. Τον είδα να τρέχουν τα δάκρυά του και να φωνάζει αντάμα με τον κόσμο ρυθμικά: `Εί-ναι Έλ-λην! Εί-ναι Έλ-λην!` Εγώ μισολιπόθυμος απ’ την κούραση, τη χαρά και τη συγκίνηση, σωριάστηκα στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. . .»
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]